- μοσκοβολάω
- μοσκοβολάω (σπάν. μοσκοβολώ)1μοσκοβόλησα βλ. πίν. 582→ δες μοσχοβολάω
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μοσχοβολάω — (σπάν. μοσχοβολώ), μοσχοβόλησα βλ. πίν. 58 και πρβλ. μοσκοβολάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής